εκατοστιαίος

εκατοστιαίος
-α, -ο
(μαθ.)
1. (για κλάσματα), που ο παρονομαστής είναι εκατό: Το 3/100 και το 27/100 είναι εκατοστιαία κλάσματα.
2. (για αναλογίες), που ο αριθμός εκατό είναι η βάση: Εκατοστιαία αναλογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκατοστιαίος — α, ο αριθμητικός όρος που αναφέρεται σε κλάσματα τών οποίων ο παρονομαστής είναι εκατό ή σε αναλογίες στις οποίες ο αριθμός εκατό λαμβάνεται ως βάση («εκατοστιαία κλάσματα, εκατοστιαία αναλογία») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”